- δράκαυλος
- δράκαυλος, -α, -ον (Α)(επίθ. για τις θυγατέρες τού Κέκροπος) αυτός που συγκατοικεί με δράκοντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δράκαυλος — living with a snake masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek